Mαρία Αθανασίου
Η Σάρλοτ Μακόναχι γεννήθηκε στο Ντάργουιν της Αυστραλίας. Εως τα 21 της χρόνια είχε ζήσει σε ισάριθμα σπίτια σε όλη τη χώρα εξαιτίας των συχνών μετακομίσεων της οικογένειάς της. Εχει πτυχίο σεναριογράφου και έχει εργαστεί για χρόνια στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Ηθελε όμως πάντα να γίνει συγγραφέας. Αγαπούσε πολύ τα βιβλία, θυμάται, «ήμουν συνεχώς με τη μύτη χωμένη σε ένα βιβλίο, διάβαζα περπατώντας προς το σχολείο και συχνά κινδύνευα να με χτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο». Ξεκίνησε να γράφει το πρώτο βιβλίο της στα 14 και το ολοκλήρωσε στα 17. Ηταν το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε, το πρώτο μιας σειράς βιβλίων φαντασίας για παιδιά. Ακολούθησαν ακόμη επτά και έπειτα το «Πριν χαθούν τα πουλιά».
«Αίσθηση επείγοντος»
Με το περιβάλλον παθιάστηκε, λέει, τα τελευταία χρόνια. «Οταν ήμουν νεότερη, έγραφα σαν μια μορφή απόδρασης, για να εμπλακώ σε περιπέτειες χωρίς να αφήσω την ασφάλεια της κρεβατοκάμαράς μου. Μόνο όταν άρχισα να ασχολούμαι με αυτό το βιβλίο ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι τον φυσικό κόσμο γύρω μου και πόσο με ενέπνεε. Η γραφή μου άρχισε να αποκτά μια αίσθηση επείγοντος, μια ανάγκη να γράψω για όσα χάσαμε και όσα έχουμε ακόμη χρόνο να σώσουμε». Το βιβλίο «Πριν χαθούν τα πουλιά», που ταξίδεψε το όνομά της σε πολλές διαφορετικές γωνιές της Γης, γεννήθηκε στο μυαλό της κομμάτι κομμάτι, θυμάται.
«Ταξίδευα στο Ηνωμένο Βασίλειο εξερευνώντας το οικογενειακό μου παρελθόν και ενθουσιάστηκα με τις μακρινές πτήσεις των αποδημητικών πουλιών. Φανταζόμουν πόσο εκπληκτικό θα ήταν να κάνω αυτά τα ταξίδια μαζί τους. Ετσι γεννήθηκε στο μυαλό μου μια γυναίκα που έψαχνε για τη θέση της στον κόσμο και η οποία αγαπούσε τα πουλιά με όλη την καρδιά της και αποφάσισε να τα ακολουθήσει στο μακρύ ταξίδι τους. Δεν σκόπευα να γράψω ένα βιβλίο για την κλιματική αλλαγή, αλλά ήθελα να γράψω για τον δεσμό αυτής της γυναίκας με τη φύση και πόσο αυτό την έθρεφε, πώς αντικατέστησε την οικογένειά της. Ομως συνειδητοποιούσα ξανά και ξανά ότι δεν γινόταν να γράψω για τη φύση χωρίς να εξετάσω την ανθρώπινη επίδραση σε αυτή. Τότε ξεκίνησα την έρευνά μου για την κλιματική αλλαγή και έμαθα ότι πάνω από το 70% των άγριων ζώων εξαφανίστηκε τα τελευταία 50 χρόνια. Κατάλαβα τότε ότι έπρεπε το βιβλίο να εκτυλίσσεται σε αυτό το δυστοπικό μέλλον όπου τα ζώα έχουν εξαφανιστεί». Χρειάστηκε να κάνει εκτεταμένη έρευνα για τα ρεύματα των ωκεανών, για το ταξίδι με αλιευτικό, για το τι συμβαίνει στο περιβάλλον, για τους σταθμούς του ταξιδιού της Φράνι, για τα αρκτικά γλαρόνια και την αποδημία τους.
Αν η ίδια ήταν πουλί, λέει, δεν θα ήταν αρκτικό γλαρόνι· «τα αγαπώ, αλλά πετούν τόσο μακριά και για τόσο πολύ, και εγώ, για να είμαι ειλικρινής, είμαι τεμπέλα! Αγαπώ την πίστη των άλμπατρος, που ζευγαρώνουν για μια ζωή. Κι αυτά όμως πετούν πάνω από τη θάλασσα για πολύ καιρό και ακούγεται και αυτό πολύ εξοντωτικό!».
Τη ρωτώ τι θα ήθελε να αποκομίσουν οι αναγνώστες από αυτό το βιβλίο. «Μια αίσθηση ανανεωμένης ελπίδας. Είναι πολύ εύκολο να νιώσει κανείς απόγνωση ή απάθεια ακούγοντας όσα άσχημα συμβαίνουν. Ομως είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι υπάρχουν τόσο πολλά που ακόμη δεν χάσαμε και για τα οποία πρέπει να παλέψουμε. Η ελπίδα είναι σημαντική, γιατί δίνει ενέργεια στους ανθρώπους και τους οδηγεί στη δράση, κάτι που χρειαζόμαστε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ελπίζω επίσης το βιβλίο να μεταδώσει μια αίσθηση ενότητας, να ελαφρύνει τη μοναξιά και να μας θυμίσει την ομορφιά του κόσμου».
«Καθημερινή πρόκληση»
Για να γράψει, ομολογεί, πρέπει να βρίσκεται στην κατάλληλη διάθεση. «Πρέπει να βυθιστώ σε ένα συναισθηματικό, λίγο μελαγχολικό μέρος και για να το καταφέρω αυτό χρειάζομαι τη σωστή έμπνευση. Αυτή μπορεί να έρθει ακούγοντας συγκεκριμένη μουσική, παρακολουθώντας κάποιες ταινίες, διαβάζοντας βιβλία ή πηγαίνοντας έναν περίπατο σε κάποιο όμορφο μέρος. Μόλις συνειδητοποιήσω ότι είμαι σε αυτή τη συναισθηματική κατάσταση, ξέρω ότι μπορώ να καθίσω και οι λέξεις θα έρθουν. Ολο αυτό όμως είναι μια καθημερινή πρόκληση, η οποία γίνεται όλο και πιο δύσκολη όσο περνούν τα χρόνια».
Η πανδημία, συμφωνούμε, φέρνει στον νου παραλληλισμούς με τον κίνδυνο εξαφάνισης που αντιμετωπίζουν πολλά είδη της χλωρίδας και της πανίδας. Υπάρχει κάτι να μάθουμε από αυτή; «Πώς η σκληρή αντιμετώπιση που επιφυλάξαμε στην άγρια ζωή μάς έχει τελικά επηρεάσει. Πρέπει να αλλάξουμε τη σχέση μας με το περιβάλλον, αλλιώς πανδημίες όπως αυτή θα εξακολουθήσουν να συμβαίνουν. Νομίζω είναι μια καλή στιγμή να σκεφτούμε τι επίδραση έχουμε στον κόσμο. Είμαστε φύλακες της Γης, δεν είμαστε εδώ για να καταναλώσουμε ώσπου όλα να εξαφανιστούν».
Ευτυχώς, πιστεύει, μάλλον υπάρχει ακόμα ελπίδα να ζήσουμε όλα τα πλάσματα του κόσμου μαζί και ευτυχισμένοι. «Για να το καταφέρουμε αυτό, θα πρέπει να δράσουμε άμεσα και γρήγορα και θα πρέπει να κάνουμε μεγάλες αλλαγές. Νομίζω ότι όλα εξαρτώνται από το να βρούμε τις αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε στην καθημερινότητά μας, αλλά και να ψηφίσουμε τους κατάλληλους ανθρώπους οι οποίοι μπορούν πραγματικά να φέρουν δομικές αλλαγές σε μεγάλη κλίμακα».
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ